ευστέγαστος

ευστέγαστος
-η, -ο (Α εὐστέγαστος, -ον)
1. ο στεγασμένος, ο σκεπασμένος καλά («πρός τε τὸ ἰσχυρὸν καὶ εὐστέγαστον αὐτῆς», Δίων. Κάσσ.
β. «ευστέγαστο περίπτερο»)
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να στεγαστεί εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”